- κυανόπεζα
- κῠᾰνό-πεζα, ἡ,A with feet of
κύανος, τράπεζα Il.11.629
. [[pron. full] ῡ, metri gr.]
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κύανος, τράπεζα Il.11.629
. [[pron. full] ῡ, metri gr.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυανόπεζα — κυανόπεζα, ἡ (Α) (για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυό πεζα, χιονό πεζα)] … Dictionary of Greek
κυανόπεζα — with feet of fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανόπεζαν — κυανόπεζα with feet of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek